- ὀπισθόκομος
- ὀπισθόκομοςwearing the hair long behindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθόκομος — (opisthocomus cristatus). Πουλί με αρχαιοζωικά χαρακτηριστικά, μοναδικό είδος της οικογένειας των οπισθοκομιδών της τάξης των ορνιθόμορφων. Ο ο. έχει μήκος περίπου 60 εκ. και φέρει στο κεφάλι ένα λοφίο από λεπτά φτερά που ανορθώνονται· ζει κοντά… … Dictionary of Greek
ὀπισθοκόμους — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοκόμων — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθόκομοι — ὀπισθόκομος wearing the hair long behind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοκόμης — ὀπισθοκόμης, ου, ὁ (Α) οπισθόκομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek